- ἔθης
- θάωimperf ind act 2nd sgθέωdhávateimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροεθής — ἑτεροεθής, ές (Α) αυτός που έχει διαφορετικά ήθη σε σχέση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εθής (< έθος)] … Dictionary of Greek